δυσδιαβατος

δυσδιαβατος
    δυσδιάβατος
    δυσ-διάβᾰτος
    2
    труднопроходимый
    

(τόπος Polyb.; ζεῦγμα Diod.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δυσδιαβατος" в других словарях:

  • δυσδιάβατος — hard to get through masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιάβατος — η, ο (AM δυσδιάβατος, ον) δυσκολοπέραστος …   Dictionary of Greek

  • δυσδιάβατον — δυσδιάβατος hard to get through masc/fem acc sg δυσδιάβατος hard to get through neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιαβάτους — δυσδιάβατος hard to get through masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιαβάτων — δυσδιάβατος hard to get through masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιαβάτῳ — δυσδιάβατος hard to get through masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιάβατα — δυσδιάβατος hard to get through neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκολοδιάβατος — η, ο 1. αυτός που δύσκολα μπορεί να τόν περάσει κανείς, ο δυσδιάβατος 2. αυτός που δύσκολα υποφέρεται («δυσκολοδιάβατη ζωή») 3. αυτός που δύσκολα ξεπερνιέται («δυσκολοδιάβατος καημός») …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»